- φιλάνθρωπος
- philanthrope
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
φιλάνθρωπος — loving mankind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάνθρωπος — η, ο / φιλάνθρωπος, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α 1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής 2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ… … Dictionary of Greek
φιλάνθρωπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αγαπάει τους ανθρώπους, φιλάλληλος, αλτρουιστής: Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία είναι φιλάνθρωπη. 2. ο ελεήμονας, ο αγαθοεργός, ο σπλαχνικός: Τον βοήθησαν στην αρρώστια του φιλάνθρωποι πλούσιοι. 3. αυτός που διαπνέεται από … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλανθρωπότερον — φιλάνθρωπος loving mankind adverbial comp φιλάνθρωπος loving mankind masc acc comp sg φιλάνθρωπος loving mankind neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωποτάτων — φιλάνθρωπος loving mankind fem gen superl pl φιλάνθρωπος loving mankind masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωποτέρων — φιλάνθρωπος loving mankind fem gen comp pl φιλάνθρωπος loving mankind masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπότατα — φιλάνθρωπος loving mankind adverbial superl φιλάνθρωπος loving mankind neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπότατον — φιλάνθρωπος loving mankind masc acc superl sg φιλάνθρωπος loving mankind neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρώπως — φιλάνθρωπος loving mankind adverbial φιλάνθρωπος loving mankind masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωποτάταις — φιλάνθρωπος loving mankind fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωποτάτη — φιλάνθρωπος loving mankind fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)